phlebitis$60119$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

phlebitis$60119$ - translation to ελληνικό

MEDICAL CONDITION
Blue phlebitis
  • Deep vein thrombosis of the left external iliac in a person with bladder cancer resulting in this condition. (Author James Heilman, MD, 2016)

phlebitis      
n. φλεβίτης, φλεβίτιδα

Ορισμός

phlebitis
[fl?'b??t?s]
¦ noun Medicine inflammation of the walls of a vein.
Derivatives
phlebitic adjective
Origin
C19: mod. L., from Gk, from phleps, phleb- 'vein'.

Βικιπαίδεια

Phlegmasia cerulea dolens

Phlegmasia cerulea dolens (PCD) (literally: 'painful blue inflammation'), not to be confused with preceding phlegmasia alba dolens, is an uncommon severe form of lower extremity deep venous thrombosis (DVT) that obstructs blood outflow from a vein. Upper extremity PCD is less common, occurring in under 10% of all cases. PCD results from extensive thrombotic occlusion (blockage by a thrombus) of extremity veins, most commonly an iliofemoral DVT, of the iliac vein and/or common femoral vein. It is a medical emergency requiring immediate evaluation and treatment.